ανατειχισμος

ανατειχισμος
    ἀνατειχισμός
     восстановление стен Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανατειχισμος" в других словарях:

  • ανατειχισμός — ο (Α ἀνατειχισμός) ανοικοδόμηση ή επιδιόρθωση τείχους …   Dictionary of Greek

  • ἀνατειχισμόν — ἀνατειχισμός rebuilding of walls masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανατείχιση — ανατείχιση, η και ανατειχισμός, ο η οικοδόμηση από την αρχή τείχους ή η ανοικοδόμηση γκρεμισμένου: Μετά τα μηδικά έγινε ανατείχιση της Αθήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»